- γενέθλιο, το
- γενέθλιο, το και κυρίως στον πληθ., γενέθλια η επέτειος της γέννησης κάποιου και η γιορτή που γίνεται γι’ αυτήν: Γιόρτασα τα γενέθλιά μου με πολλούς καλούς φίλους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.