γενέθλιο, το

γενέθλιο, το
γενέθλιο, το και κυρίως στον πληθ., γενέθλια η επέτειος της γέννησης κάποιου και η γιορτή που γίνεται γι’ αυτήν: Γιόρτασα τα γενέθλιά μου με πολλούς καλούς φίλους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Δαδιάς, μονή — Ανδρικό μοναστήρι του νομού Έβρου. Βρίσκεται ΝΔ του Σουφλίου και εξαρτάται από τη μητρόπολη Διδυμοτείχου και Ορεστιάδος. Η εκκλησία του, που έχει χτιστεί το 1842 και είναι αφιερωμένη στο Γενέθλιο της Θεοτόκου, υπέστη πολλές καταστροφές καθώς και… …   Dictionary of Greek

  • Ιωάννης ο Βαπτιστής ή ο Πρόδρομος — (περ. 5 π.Χ. – 27; μ.Χ.).Άγιος και προφήτης της χριστιανικής Εκκλησίας. Ήταν γιος του Ζαχαρία και της Ελισάβετ. Πολύ σύντομα αποσύρθηκε στην έρημο, όπου έμεινε έως το 15o έτος της βασιλείας του Τιβέριου, διάγοντας ασκητική ζωή και κηρύσσοντας την …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”